- ἐρρωγός
- ῥήγνυμιbreak asunderperf part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρηγματίας — και ῥωγματίας και ιων. τ. ῥωγματίης, ὁ, Α 1. (κατά τον Ιπποκρ.) «ὁ ἐρρωγός τι τῶν ἐντὸς ἔχων» 2. φρ. «ῥηγματίας πλεύμονος» πιθ. αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήγμα, ατος + κατάλ. ίας (πρβλ. κτηματ ίας). Ο παράλληλος τ. ῥωγματίας… … Dictionary of Greek